-
1 ломать
-
2 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
3 ломать
ломатьнесов1. σπάνω, σπάζω, τσακίζω, θραύω / γκρεμίζω, κατεδαφίζω (дом, стену)·2. перен συντρίβω, σπάζω:\ломать» характер ἀλλάζω τόν χαρακτήρα· \ломать свою жизнь καταστρέφω τήν ζωή μου· ◊ \ломать» себе голову σπάζω τό κεφάλι μου, σπα-ζοκεφαλιάζω. -
4 ломать
[λομάτ'] ρ. σπάζω -
5 ломать
[λομάτ'] ρ σπάζω -
6 окалина
η μέταλλουργικ/ή οξείδωσ/ηсбивать - у σπάζω τη -, αφαιρώ τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окалина
-
7 сломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломанный, βρ: -мал, -а, -о.1. βλ. ломать.2. συντρίβω, σπάζω•сломать сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού.
εκφρ.голову – σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)•сломать зубы – τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα•сломать ряды – χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμήματος)•. сломать себе шею ή голову σπάζω τα μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι• απότυχα ίνω παταγωδώς•чрт ногу -ет – βλ. ίδια έκφραση στη λ. сломить: язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση).1. βλ. ломаться.2. σπάζω, καταβάλλομαι σωματικά ή η θικά. -
8 биться
битьсянесов1. κτυπιέμαι, χτυπιέμαι, δέρνομαι μέ κάποιον/ μάχομαι, ἀγωνίζομαι, παλεύω (сражаться);2. (трепетать) τρέμω, πάλλομαι (о сердце, пульсе)/ χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ (барахтаться):рыба бьется τό ψάρι σπαρταρά;3. (ломать голову над чем-л.} πολεμώ, βάζω τά δυνατά μου, βασανίζομαι, σπάζω τό κεφάλι μου νά...:\биться над разрешением задачи σπάζω τό κεφάλι μου νά λύσω τό πρόβλημα;4. (о посуде) σπάζω,, εἶμαι ἐΰθραυστος, θραύομαι, θρυμματίζομαι; -ν; \биться как Рь'ба об лед =ί πνέω τά λοίσθια, ἔχω φθάσει στά ἔσχατα. -
9 разбивать
1. (ломать, разрушать) θραύω, σπάζω, συντρίβω 2. (делить на части) διαιρώ, ομαδοποιώ 3. полигр. (отделять промежутками) (δια)χωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбивать
-
10 зуб
-а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.1. δόντι•коренной зуб ο τραπεζίτης•
молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•
глазевые -ы οι κυνόνοντες•
зуб мудрости ο φρονιμίτης•
вставные -ы τα βαλτά δόντια•
-ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•
-ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).
2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•зубья! пилы δόντια του πριονιού.
εκφρ.зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•- ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•- ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•-ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•- ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. -
11 ломить
ломлю, ломишь ρ.δ.1. μ. βλ. ломать (1 σημ.).2. σπάζω ορμώντας.3. αμ. πονώ, σφάζω•-ит кости πονούν τα κόκκαλα•
-ит в пояснице με σφάζει η μέση.
4. μ. (απλ.) ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή.εκφρ.ломить шапку перед кем – υποκλίνομαι ταπεινά.1. βλ. ломаться (1 σημ.).2. είμαι γεμάτος, κατάμεστος•театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο από το κοινό.
3. λυγίζω, κάμπτομαι•такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλαδιά.
4. προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά χυμώ να περάσω. -
12 наломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наломанный, βρ: -ман -а, -о.1. (με σημ. ποσοτική) βλ. ломать. || φτιάχνω σπάζοντας. || καταστρέφω, σπάζω. || εξορύσσω σπάζοντας• — мрамор βγάζω μάρμαρο.2. (απλ.) κουράζω μέλος του σώματος.εκφρ.наломать дров – (απλ.) κάνω ανοησίες, λάθη.1. κουράζομαι από την πολλή δουλειά κόβομαι, τσακίζομαι.2. κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιγελώ πολύ.